ἐνεργεῖται

ἐνεργεῖται
ἐνεργέω
to be in action
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
ἐνεργέω
to be in action
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Катехон — Катехон[1]; катехоническая концепция (от греч. ὁ κατέχων  «Удерживающий»)  богословское и политологическое понятие (теория), имеющая корни в христианской эсхатологии: нечто временно существующее в мире и препятствующее концу света и… …   Википедия

  • Удерживающий — Катехон[1]; катехоническая концепция (от греч. ο κατέχων «Удерживающий») богословское и политологическое понятие (теория), имеющая корни в христианской эсхатологии: нечто временно существующее в мире и препятствующее концу света и второму… …   Википедия

  • αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… …   Dictionary of Greek

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • ενταλματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε ένταλμα ή ενεργείται με ένταλμα …   Dictionary of Greek

  • μαγγανεία — η (AM μαγγανεία) [μαγγανεύω] 1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.) 2. απάτη με διάφορα μέσα νεοελλ. 1. η τέχνη τής επικοινωνίας με τον απόκρυφο …   Dictionary of Greek

  • οπισθοσκόπευση — η (τοπογρ.) σκόπευση που ενεργείται από άγνωστο σημείο στο οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής και τού οποίου ζητείται ο προσδιορισμός τής θέσης και τού υψομέτρου, προς ένα γνωστό σημείο …   Dictionary of Greek

  • πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριασμός — ο, ΝΑ [πλειστηριάζω] νεοελλ. 1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”